παραπειστικός

παραπειστικός
η , ό[ν] коварный, обманный; совращающий, сбивающий с пути (о действиях);

παραπειστικές ερωτήσεις — коварные, провокационные вопросы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραπειστικός" в других словарях:

  • παραπειστικός — able to persuade masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπειστικός — ή, ό / παραπειστικός, ή, όν, ΝΑ [παραπείθω] ο επιτήδειος στο να παραπείθει, να ξεγελά, παραπλανητικός νεοελλ. φρ. «παραπειστική ερώτηση» (νομ.) η ερώτηση με την οποία υποτίθενται ή εκλαμβάνονται ως αληθή πράγματα τα οποία δεν έχει ομολογήσει ο… …   Dictionary of Greek

  • παραπειστικός — ή, ό αυτός που ξεγελάει, παραπλανητικός: Σε κανέναν δεν πρέπει να κάνουμε παραπειστικές ερωτήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπειστικός — ή, ό ο ικανός να μεταπείθει, πειστικός, παραπειστικός …   Dictionary of Greek

  • παραπλανητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί σε παραπλάνηση, αλλ. παραπειστικός («παραπλανητικές προεκλογικές υποσχέσεις»). επίρρ... παραπλανητικώς και ά με παραπλανητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλάνηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»